τορνευτός

τορνευτός
-ή, -ό / τορνευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, -ή, -όν, Α [τορνεύω]
επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.)
νεοελλ.
αυτός που έχει ωραίες γραμμές και αναλογίες, καλλίγραμμος («τορνευτά πόδια»)
αρχ.
κατάλληλος για τόρνευση («[λίθοι] γλυπτοὶ καὶ τορνευτοὶ καὶ πριστοί», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τορνευτός — ή, ό 1. αυτός που είναι επεξεργασμένος με τόρνο: Τορνευτό καρεκλοπόδαρο. 2. μτφ., πλαστικός, καλλίγραμμος: Τορνευτές γάμπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορονευτός — ή, όν, Α τορνευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τορνευτός (για τη μορφή βλ. λ. τορόνος)] …   Dictionary of Greek

  • γλυπτός — ή, ό (AM γλυπτός, ή, όν) [γλύφω] 1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός 2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής μσν. τορνευτός, καλοφτιαγμένος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά τα λατομεία …   Dictionary of Greek

  • ευτόρνευτος — η, ο (Α εὐτόρνευτος, ον) 1. αυτός που είναι καλά τορνευμένος, ο καλά στρογγυλεμένος 2. αυτός που τορνεύεται εύκολα, ο ευκολοτόρνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τορνευτός (< τορνεύω < τόρνος)] …   Dictionary of Greek

  • εύτορνος — η, ο (Α εὔτορνος, ον) αυτός που είναι καλά τορνευμένος, καλά στρογγυλεμένος, ο τορνευτός αρχ. (για ξύλο) αυτό που στρογγυλεύεται εύκολα, το ευκολοτόρνευτο, το ευστρογγύλωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόρνος] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροτόρνευτος — μαρμαροτόρνευτος, η, ον (Μ) αυτός που είναι κατασκευασμένος από τορνεμένο μάρμαρο, μαρμαροπελεκημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + τορνευτός (< τορνεύω)] …   Dictionary of Greek

  • τορνωτός — ή, όν, Α [τορνῶ, οῡμαι] τορνευτός, στρογγυλεμένος με τόρνο …   Dictionary of Greek

  • τορυνευτός — ή, όν, Α βλ. τορνευτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”